παλια τρίγλια

Οι αναδεξιμιοί
Στην παλιά πατρίδα, τους νουνούς τους είχαν ανώτερα και από τους γονείς τους, όταν βάφτιζε κάποιος ένα παιδί, ήταν σαν να πούμε ένας δεύτερος γονιός, τόσο σέβας και αγάπη είχαν τότε τους νουνούς τους. Γι αυτό και όταν ήθελαν να βλαστημήσουν κανένα ατίθασο παιδί, λέγανε ανάθεμα το νουνό που σε βάφτισε. Οι νουνοί θα τους φέρναν τα Φώτα (Θεοφάνεια) δώρα και εκτός από τα δώρα, τους φέρναν και μια μεγάλη λαμπάδα με ένα μεγάλο πορτοκάλι και με χαλκάδες από κουφέτα, κρεμασμένα στο κερί.Οι αναδεξιμιοί πάλι πήγαιναν στα σπίτια των νουνών τους και ρωτούσαν, αν ήθελαν να τους κάνουν καμιά δουλειά. Μπαίνοντας μέσα στο σπίτι, φώναζαν δυνατά από το κατόχι, νουνά θέλετε να σας κάνω καμιά δουλειά; και η νουνά άπου πάνου από το σερβάνι έλεγε: Νικολό μπρε παιδί μου έπαρε ντο κουραπά και κόψε κάμποσα ξύλα για το μουλπάκι, γιατί ο νουνός σου έφυγε το πουρνό και πάει στο χτήμα. Έκοβε τα ξύλα το Νικολό και μετά ξαναφώναζε, νουνά τα ξύλα τάκοψα, θέλεις τίποτα άλλο να σε κάνω; μετά έλεγε πάλι η νουνά Νικολό, έπαρε το τεφτέρι από ντο ντουλάπι και πάγε στο μπακάλικο του Νικολάκη του Καλπάκη και πάρε μια οκά φασούλι, μια οκά  αλάτι, ένα κουτί σπίρτα και μια οκά γκάζι.
Ακόμα και όταν μεγαλώνανε τα παιδιά, και γινότανε παλικάρια και καθόντουσαν στο καφενέ,  γιατί τότε  έπρεπε να ήσουνα σωστό παλικάρι, για να πάης στο καφενέ, κάτου από 20 χρονό απαγορευότανε να κάτσεις στι μπέϊκε (καθίσματα) και όταν λάχαινε να περνά απόξω ο νουνός απέ ντο καφενέ και τύχαινε να πίνει τσιγάρο ο αναδεξιμιός, τούσπρωχνε ο διπλανός λέγοντας του, δε ντρέπεσαι βρε κακόχρονο νάχεις γαδούρι, εσέκαφαλη, περνά απόξω ο νουνός σου μπρε, πέτατονα κάτου ντο νέρημο ντο τσιάρο. Τόσο σέβας και εκτίμηση είχαν τότε τους νουνούς στη παλιά μας πατρίδα Τρίγλια.

Το « Σαμαρτζήδικο  »
Όταν παράτησε από την αγροφυλακή ο Ραφαήλ, που ήταν κουρουτζήμπασης (αρχιφύλακας), αποφάσισε και νοίκιασε το καφενείο που λεγόταν «Σαμαρτζήδικο».Το «Σαμαρτζήδικο» ήταν ένα καφενείο που σύχναζε η νεολαία. Εκεί μέσα γινότανε του Κουτρούλη ο γάμος, όπως λέει και η λαϊκή παροιμία, διότι μαζεύονταν όλοι οι Κιουλάμπεηδες, άπω 18 ως 25 χρόνων.Τον Ραφαήλ τον σεβόταν και τον φοβόταν μαζί, γιατί (δεν λογάριαζε κανένα. Το βούρδουλα τον είχε πίσω από την πόρτα και όποιος δεν καθότανε καλά τον χρησιμοποιούσε. Με τους καλούς ήταν πολύ καλός, αλλά με τους ατίθασους ήταν πολύ τέρσης  (ανάποδος). Είχε δυο παραγιούς (γκαρσόνια).Το πρωί που θα έμπαινε μέσα, ο καφενές έπρεπε να ήταν καλά σκουπισμένος, ο μπουφές, τα ποτήρια, τα φλιτζάνια πλυμένα και με το ξύδι τριμμένα, το σαμαβάρι καλά καθαρισμένο και γεμάτο με καθαρό και φρέσκο νερό. Το σαμοβάρι ήταν αυτό που είχε συνέχεια βραστό νερό για τσάι και για καφέ, διότι την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Τότε χρησιμοποιούσαν τα κάρβουνα και υπήρχε ολημερίς χόβολη, όπου ο καφές σιγόβραζε στη χόβολη και γινότανε καϊμακλίδικος, το λεγόμενο τεφαρίκι.Το καφενείο του Ραφαήλ ήταν σαν ένα είδος κέντρο των εργατών. Όποιος ήθελε να βρει για να πάρει εργάτες για το λισγάρι, για τσάπες και για οτιδήποτε δουλειά στα κτήματα ή και μέσα στο χωριό, Έπρεπε να αποταθεί στο Ραφαήλ κι αυτός θα κανόνιζε ποιους θα έστελνε στο κάθε αφεντικό, λέγοντας λ.χ. εσύ Δημητρό, εσύ Αλέκο κι εσύ Γιάννο θα πάτε στου Προύσαλη ή και σε οποιονδήποτε άλλον ζητούσε εργάτες.Στο μεταξύ τους έδινε και συμβουλές, λέγοντας τους: «Αίμα θα πάτε στα κτήματα μη τυχών και κάνετε τίποτα μπαχυλιές και με ντροπιάσετε και άμα κάνετε τίποτα κανένα καμπαχέτι, αλίμονο σας, δω πέρα ξανά να μην πατήσει το ποδάρι σας στο κατώφλι του καφενέ».Διότι αυτοί που παίρνανε εργάτες, δεν είχαν να κάνουν τίποτα με δαύτους. Τα αφεντικά απευθυνότανε στον Ραφαήλ, που αυτός ήταν και υπεύθυνος για οτιδήποτε συνέβαινε κι έτσι η Τρίγλια είχε να πούμε σαν ένα είδος εργατικό κέντρο, με πρόεδρο τον Ραφαήλ που εξυπηρετούσε όλο το χωριό.
Του Μαργαρίτη Σταύρου Πηγή Τριγλιανά- Νέα Επεξεργασία: Κοκκαλά Αλέκου