Το 1924 έγιναν οι πρώτες ενέργειες για την κατασκευή σπιτιών. Με πρωτοβουλία και πάλι του μητροπολίτη Διόδωρου στάλθηκε στην περιοχή ο μηχανικός Καπάτος,που χάραξε τα οικόπεδα για του Τριγλιανούς στο Σουφλάρι και στο Καργί – λιμάνι για τους εκεί εγκατεστημένους Μουδανιώτες.

Στα οικόπεδα αυτά χτίστηκαν από ένα συνεργείο ντόπιων τα πρώτα σπίτια από πλιθιά που τα έκοβαν οι ίδιοι και ξυλεία που χορηγούσαν οι υπηρεσίες εποικισμού του ελληνικού δημοσίου. Ο αριθμός των σπιτιών που κατασκευάστηκαν ήταν μικρός και δεν επαρκούσε για όλους, γι’ αυτό κάποιοι εξακολουθούσαν να μένουν στα αντίσκηνα, στο Μετόχι, ένα κτίριο που χρησιμοποιούσαν οι καλόγεροι των κτημάτων ως κατοικία και αποθήκες.

Τη διανομή των σπιτιών καθώς και τη διαχείριση όλων γενικά των υποθέσεων των Τριγλιανών είχε μια αυτοδιορισμένη επιτροπή από Τριγλιανούς που είχαν κάποια μόρωση ή μια διοικητική θέση στην πατρίδα (Μαστραλέξης δάσκαλος,Χρυσαφίδης Μπάτζος: διοικητικές υπάλληλος, Αλ. Μαστραντώνης: εργοδηγός).

Η εγκατάσταση των Τριγλιανών στο Σουφλάρι σήμαινε αυτόματα τη μετάβασή τους από την τάξη των αστό γεωργών όπου ανήκαν στην πατρίδα τους, στην αγροτική τάξη.Οι συνθήκες της περιοχής ήταν τέτοιες, που τους ανάγκασαν να στραφούν στη γεωργική καλλιέργεια, παρά το γεγονός ότι ελάχιστοι ήταν αυτοί που τη γνώριζαν.

Για την αγροτική εγκατάσταση, έγιναν αρχικά από το ελληνικό δημόσιο και μετά από την ΕΛΙΤ διανομές ζώων, σπόρων και αγροτικών εργαλείων.

Ο αρχηγός κάθε οικογένειας έπαιρνε ένα άλογο ή ένα βόδι, ένα αλέτρι και σπόρο και ζευγάρωνε για το όργωμα με κάποιον άλλο. ‘Έγιναν όμως σε αρκετές περιπτώσεις παράπονα για την κακή κατάσταση των ζώων που διανέμονται· δικαιολογημένα,όπως φαίνεται, σ’ όσα μοιράστηκαν απ’ το ελληνικό δημόσιο, γιατί προέρχονταν από τα ζώα που είχαν επιταχθεί για τις ανάγκες του πολέμου.

Αντίθετα η ΕΑΠ έκανε εισαγωγές από γειτονικές χώρες και έλεγχε την υγεία
των ζώων που διένειμε. Η καλλιέργεια στο Σουφλάρι ήταν αρχικά για τα ένα – δυο πρώτα χρόνια ελεύθερη κι ο καθένας είχε τη δυνατότητα να καλλιεργήσει όση γη ήθελε,η παραγωγικότητα όμως ήταν πολύ μικρή και γιατί σε πολλές περιοχές η γη καλλιεργούνταν για πρώτη φορά και γιατί τους έλειπε η πείρα.

Σ’ όλη τη διάρκεια του ’24 συνεχίστηκε η εγκατάσταση προσφύγων στα γειτονικά μοναστηριακά κτήματα και τουρκοχώρια. Στο Μετόχι της μονής Κωσταμονίτου από τα Πλάγια (σήμερα Νέα
Πλάγια), στο Ρωσικό και Ζωγράφου από το εσωτερικό της Μ. Ασίας. Στα τουρκοχώρια:
Καράτεπε από την Τένεδο (σήμερα Νέα Τένεδος), Βρωμόσυρτα απ’ τα νησιά του Μαρμαρά
(σήμερα Άγ. Παντελεήμονας), Καρκάρα απ’ το εσωτερικό της Μ. Ασίας και την Αρτάκη
(σήμερα Σήμαντρα). Και στο Σουφλάρι επειδή θεωρήθηκε ότι η έκταση της γης ήταν πολύ μεγάλη σε σχέση με τον αριθμό των Τριγλιάνών προσφύγων και ντόπιων
(συνολικά 70 οικογένειες), στάλθηκαν πρόσφυγες από το Βελετλέρ, που ανήκε στην ομάδα τουρκόφωνων χωριών Πιστικοχώρια κοντά στην περιφέρεια της Προύσας.

Το φαινόμενο αυτό, της συμπληρωματικής εγκατάστασης προσφύγων με άλλο τόπο καταγωγής παρατηρήθηκε και σε πολλούς άλλους νεοσύστατους συνοικισμούς και με την ανάμειξη διαφόρων στοιχείων που επέφερε, συντέλεσε στην ευκολότερη αφομοίωση προσφυγικού και ντόπιου στοιχείου.

Στα 1925, στα πλαίσια αγροτικής μεταρρύθμισης, που ως γνωστόν επιταχύνθηκε από τις άμεσες ανάγκες που έθεσε το προσφυγικό ρεύμα. απαλλοτρίωσε τα μοναστηριακά κτήματα στη Χαλκιδική. Οι υπηρεσίες της ΕΑΠ, τότε, προχώρησαν στην κατάτμηση της γης που οριζόταν σε κάθε συνοικισμό, σε κλήρους και τη διανομή της στους αγρότες.

Η έκταση του κλήρου διέφερε από περιοχή σε περιοχή ανάλογα με την ποιότητα του εδάφους και το είδος καλλιέργειας. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ενώ στην εύφορη κοιλάδα του ‘Έβρου δεν ξεπερνούσε τα 15 στρέμματα, στην Μακεδονία ήταν 40—60 στρέμμα., ενώ στη Θεσσαλία έφτανε τα 80 στρ.

Στο Σουφλάρι ο γεωργικός κλήρος ήταν 40 στρέμματα. ‘Έναν κλήρο δικαιούνταν μια διμελής οικογένεια με νεαρά μέλη. Για κάθε δύο επιπλέον μέλη της οικογένειας προστεθέντων του κλήρου.

Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων δικαιούνταν μισό κλήρο. Σ’ όσους δήλωσαν επαγγελματίες χορηγήθηκαν επαγγελματικά δάνεια και μισός κλήρος, που συμπληρώθηκε όμως αργότερα (1932), όταν με την απαλλοτρίωση του σέρβικου Μετοχιού έγινε συμπληρωματική διανομή.

Τα κτήματα διανεμόταν με κλήρωση, γεγονός που απέκλειε σχεδόν τις διακρίσεις και τις προστριβές ανάμεσα στους δικαιούχους. Δεν υπήρχε όμως καμιά πρόβλεψη για την εξασφάλιση ιδίας ποιότητας εδάφους σ’ όλους τους κλήρους.

Μπορούσε όμως ο δικαιούχος να ζητήσει δεύτερη κλήρωση, αν θεωρούσε το κτήμα που του παραχωρήθηκε εντελώς ακατάλληλο. Τέτοιες περιοχές που έδιναν πολύ μικρή παραγωγή υπήρχαν πράγματι, ιδιαίτερα κοντά στη θάλασσα (με μεγάλο ποσοστό αλάτι στη σύσταση του εδάφους) ή άλλες που πρωτύτερα χρησιμοποιούνταν μόνο για βοσκή. Στα πλαίσια όμως του προγράμματος γεωργικών βελτιώσεων της ΕΑΠ, οι περιοχές αυτές οργώθηκαν με βενζινάροτρα και έγιναν έτσι κατάλληλες για καλλιέργεια. Στο Σουφλάρι οι ντόπιοι κάτοικοι πήραν κλήρο με τους ίδιους ακριβώς όρους με τους πρόσφυγες.

Αλλού όμως οι συνθήκες ευνόησαν τους γηγενείς. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η γειτονική κοινότητα Πορταριάς, όπου δεν έγινε απαλλοτρίωση. γιατί οι κάτοικοι είχαν εξαγοράσει το τσιφλίκι που καλλιεργούσαν ως κολλήγοι και το διένειμαν μεταξύ τους
σε κλήρους των 150 στρεμμάτων. Οι διανομές, όμως, αυτές είχαν χαρακτήρα προσωρινό,κι αυτό γιατί δεν υπήρχε κτηματολόγιο κι έτσι ήταν αδύνατος ο ακριβής καθορισμός των ορίων των κλήρων. Η κατάσταση αυτή της μη μονιμότητας ήταν, όπως είναι φυσικό,επιβλαβής για την καλλιέργεια, γιατί εμπόδιζε τη δεντροφύτευα ή την πραγματοποίηση εγγειοβελτιωτικών έργων που θα αύξαναν την παραγωγικότητα.

Την ίδια χρονιά (1925) άρχισε στο συνοικισμό των Τριγλιανών και η ανέγερση των σπιτιών της γερμανικής εταιρίας D.H.T.G. Η ΕΑΠ είχε συμβληθεί το καλοκαίρι του ’24 με την D.H.T.G.Σόμμερφελδ για την «θεμελίωση. ανέγερση και κεράμωση» 10 χιλιάδων ξύλινων σκελετών αγροτικών σπιτιών τριών μεγεθών. Το κόστος των σπιτιών αυτών θεωρήθηκε τότε αρκετά υψηλό, αλλά αντισταθμιζόταν από την ταχύτητα παράδοσης της εργασίας μέσα σε 6—8 μήνες). Όμως εξαιτίας των μεγάλων δυσκολιών για τη μεταφορά του υλικού,
ιδιαίτερα στους ορεινούς συνοικισμούς, η ολοκλήρωση της εργασίας επιβραδύνθηκε για δύο χρόνια, με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους παραγωγής. Στο Σουφλάρι, σπίτια της D.H.T.G. κατασκευάστηκαν για όσους έμεναν ακόμη στα αντίσκηνα ή στο Μετόχι.

‘Αλλά στήθηκαν από ένα συνεργείο γερμανών τεχνικών κι άλλα από πρόσφυγες τεχνίτες. Το β’ σύστημα είχε το πλεονέκτημα ότι δημιουργούσε θέσεις εργασίας στους ίδιους τουςπρόσφυγες. Ο ξύλινος σκελετός επενδυόταν με πλιθιά ή συχνότερα με τούβλα που παρασκευάζονταν σε δύο πρόχειρα οπλοποιεία έξω από το χωριό. Για την οροφή. το πάτωμα, τις πόρτες, τα παράθυρα έπρεπε να φροντίσει ο ίδιος ο πρόσφυγας που έπαιρνε το σπίτι, που επειδή τις περισσότερες φορές δεν διέθετε τα απαραίτητα χρήματα κατέφευγε σε πρόχειρες λύσεις. Το βασικό πρόβλημα όμως είχε λυθεί και στη συνέχεια ο καθένας έκανε διάφορες βελτιώσεις ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνατότητές του.Ένα μεγάλο πρόβλημα για τα προσφυγικά χωριά ιδιαίτερα στην Μακεδονία, τόσο για τα παλιά τουρκοχώρια όσο και για τους καινούργιους συνοικισμούς ήταν η έλλειψη ή η ακαταλληλότητα του
νερού. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης η ΕΑΠ φρόντισε για την κατασκευή πηγαδιών σε πολλά χωριά. Εκεί όμως που απαιτούνταν γεωλογικές έρευνες και μετρήσεις σε βάθος,το πρόβλημα παρέμεινε άλυτο λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων. Στο Σουφλάρι μετά την ολοκλήρωση του συνοικισμού, το δίκτυο σωληνώσεων επιδιορθώθηκε και επεκτάθηκε με τη δημιουργία μιας μεγάλης βρύσης στο κέντρο του χωριού (χαζενές). Εξαλείφθηκε έτσι το μεγάλο πρόβλημα του νερού εκεί, οι βδέλλες που είχαν ταλαιπωρήσει τον πληθυσμό τα προηγούμενα τρία χρόνια.

Το 1925 αρχίζει να λειτουργεί και το αγροτικό ιατρείο Ν. Μουδανιών, ένα από τα 59 που ίδρυσε η ΕΛΗ στη Μακεδονία, για την εξυπηρέτηση 200.000 κατοίκων.

Στην περιοχή συνεχίζει να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του ο γιατρός Α. Τσίτερ, που μισθοδοτείται για πρώτη φορά από το δημόσιο μόλις τούτη τη χρονιά. Η ιατρική περίθαλψη, η βελτίωση του νερού, της κατοικίας και γενικά των όρων ζωής, η εντατική καλλιέργεια εκτάσεων μέχρι τότε σε ελώδη κατάσταση και η προσαρμογή των προσφύγων στις νέες κλιματολογικές συνθήκες, συντέλεσαν στη μείωση της νοσηρότητάς τους που αρχίζει να γίνεται αισθητή απ’ το 1926.

Από τις ασθένειες που είχαν ταλαιπωρήσει τους πρόσφυγες τα προηγούμενα χρόνια, μόνον οι περιπτώσεις φυματίωσης συνέχισαν να αυξάνονται και αυτό γιατί λόγω έλλειψης σανατορίων, οι άρρωστοι νοσηλεύονταν στα σπίτια τους με αποτέλεσμα να μεταδίδουν την ασθένεια στους συγγενείς τους.

Αντίθετα η ελονοσία περιορίστηκε σημαντικά. Σύμφωνα μέ εκθεση (15 Οκτ. 1927) του
νομίατρου Χαλκιδικής, Γ. Παπανικολάου για την κίνηση τη; ελονοσίας στο νομό, η νόσος σημείωσε ύφεση και κατά τη θερινή περίοδο το 1927 δεν παρουσιάστηκε καμιά σοβαρή επιδημία, με μοναδικές εξαιρέσεις τις περιοχές Σάρτης Ξηραποτάμου και Ν.Μαρμαρά (ποσοστό 20,60%). Στην περιοχή Ν. Τριγλιάς, τα ποσοστά κρουσμάτων ελονοσίας είναι από τα πιο χαμηλά και δεν ξεπερνούν το 2%.

Συνεχίζεται…

ΠΗΓΗ:ΤΡΙΓΛΙΑΝΑ ΝΕΑ ΤΕΥΧΗ 64-67-68-69
Της ΘΕΟΔΩΡΑΣ ΓΛΑΡΑΚΗ
Επεξεργασία: Κοκκαλάς Αλέκος