Αναλυτικά, η ανακοίνωση τους:

Τη στιγμή που η κυβέρνηση Μητσοτάκη με την εγκληματική διαχείριση της πανδημίας και της οικονομίας έχει σπρώξει την κοινωνία στον γκρεμό (κατάρρευση του Ε.Σ.Υ. και των εισοδημάτων των εργαζομένων, εκτόξευση ανεργίας, καταβαράθρωση της οικονομίας) και βιώνουμε την πτώση, χτυπάει τον πυρήνα της δημοκρατίας μιας κοινωνίας, τα συνδικαλιστικά και εργατικά δικαιώματα.

Εκμεταλλευόμενοι τις απαγορεύσεις και τον φόβο που επικρατεί, λόγω της πανδημίας, επιχειρούν μια πολυμέτωπη και σαρωτική επίθεση για να φορτώσουν, για ακόμη μία φορά, την κρίση πάνω μας και να στερήσουν κάθε εργαλείο αντίστασης, νομίζοντας ότι έτσι θα γλιτώσουν από τις κοινωνικές εκρήξεις που προμηνύονται. Τους βασικούς άξονες αυτού του αντεργατικού νόμου-εκτρώματος αποτελούν: Η νομοθέτηση, για πρώτη φορά στη χώρα μας, της 10ωρης εργασίας, ακριβώς 100 χρόνια μετά την κατοχύρωση του 8ώρου στην Ελλάδα.

Συγκεκριμένα, «οι επιχειρήσεις θα μπορούν να απασχολούν εργαζόμενους έως 10 ώρες ημερησίως, χωρίς πρόσθετη αμοιβή, εφόσον εντός του ίδιου 6μήνου εξοφλούν τις ώρες με αντίστοιχη μείωση ωρών ή ρεπό ή ημέρες άδειας». Οι εργαζόμενοι γίνονται έρμαιο στις ορέξεις του εργοδότη, δουλεύοντας 10ωρα, δηλαδή απλήρωτες υπερωρίες, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι αντοχές, η προσωπική ζωή και η υγεία τους. Όσον αφορά στα ρεπό και στις ημέρες άδειας, όλες οι κυβερνήσεις έχουν φροντίσει ούτως ώστε οι εργοδότες να μην τηρούν ούτε ό,τι έχει απομείνει από την εργατική νομοθεσία, αντ’ αυτού εκβιάζουν και απειλούν τους εργαζόμενους.

Η «αύξηση των ωρών των νόμιμων υπερωριών». Σήμερα, το ανώτατο όριο υπερωριακής απασχόλησης είναι 48 ώρες ανά 6μηνο ή 90 ώρες ανά έτος για εργαζόμενους σε βιομηχανικές/βιοτεχνικές επιχειρήσεις και 120 ώρες ανά έτος στους υπόλοιπους κλάδους. Αναμένεται το πλαφόν των 120 ωρών να αυξηθεί σημαντικά και να ισχύσει ενιαία.

Η καθιέρωση ενός νέου είδους ΣΣΕ «υποκλάδου», με την ταυτόχρονη «υπερίσχυση» των εκάστοτε ατομικών συμβάσεων εργασίας που σημαίνει ότι ο εργοδότης θα επιβάλλει τον μισθό ανεξάρτητα από το κατώτατο όριο του κλάδου.  Η προσθήκη και άλλων κλάδων-άγνωστο πόσων και ποιών-στη λίστα με αυτούς για τους οποίους δεν ισχύει η Κυριακάτικη αργία, με αποτέλεσμα την 6ήμερη εργασία-την κατάργηση του 5ήμερου για ακόμη περισσότερους εργαζόμενους.  Η διευκόλυνση των απολύσεων. Ο εργοδότης μπορεί, πλέον, να απαγορεύσει στον εργαζόμενο, στον οποίο έχει γίνει προειδοποίηση απόλυσης, να προσέλθει στην εργασία μέχρι και την ημερομηνία της απόλυσής του (για 1-4 μήνες). Η ρύθμιση, αυτή, αναμένεται να αυξήσει ραγδαία τις απολύσεις με προειδοποίηση, καθώς γίνονται φτηνότερες για τον εργοδότη (μετά την προειδοποίηση, η αποζημίωση απόλυσης μειώνεται κατά 50%), ενώ, παράλληλα, θα δυσκολέψει την πάλη με τους συναδέλφους ενάντια σε αυτές.

Η μεταφορά αρμοδιοτητών διαμεσολάβησης και επίλυσης εργατικών διαφορών από το Σ.ΕΠ.Ε. στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), στον οποίον πλειοψηφούν κράτος και εργοδοσία. Η πρόσβαση στην Επιθεώρηση Εργασίας ήταν δωρεάν και σχετικά άμεση, ενώ στον ΟΜΕΔ είναι διαδικασία χρονοβόρα και με μεγάλο χρηματικό κόστος.

Ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την τηλεργασία, η οποία θα συμφωνείται μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου κατά την πρόσληψη ή με μεταγενέστερη συμφωνία. Όπως είναι αναμενόμενο, δεν πρόκειται για καμία ελεύθερη συμφωνία, καθώς στη σχετική διάταξη προβλέπεται ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να αποδεχθεί την τηλεργασία όταν υπάρχει κίνδυνος δημόσιας υγείας! Η εξάπλωση και μονιμοποίηση της τηλεργασίας και ο αντίστοιχος κατακερματισμός των εργαζομένων μακριά από τον χώρο εργασίας, δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα οργάνωσης και αντίστασης των εργαζομένων, ενώ, αντίθετα, διευκολύνει την καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων και οδηγεί στην απώλεια θέσεων εργασίας. Μας στερούν το δικαίωμα της οργάνωσης, της αντίστασης, της διεκδίκησης.

Με τα νέα χτυπήματα που έρχονται στον συνδικαλιστικό νόμο (ν.1264/1982) θέλουν να αδρανήσουν και να διαλύσουν τα Σωματεία των εργαζομένων και να μας στερήσουν κάθε εργαλείο αντίστασης: Καθίσταται υποχρεωτική προϋπόθεση για την άσκηση συνδικαλιστικής δράσης και την δυνατότητα υπογραφής ΣΣΕ, η απογραφή στο ήδη νομοθετημένο Γενικό Μητρώο.

Με άλλα λόγια, για να λειτουργεί κάποιο σωματείο προϋπόθεση είναι να αποδεχτεί το φακέλωμα των συνδικαλισμένων εργαζομένων του από το υπουργείο και την εργοδοσία, οι οποίοι, ταυτόχρονα, εγκαινιάζουν ένα αναβαθμισμένο κυνήγι ενάντια σε κάθε εργατικό Σωματείο. Μειώνεται σημαντικά ο αριθμός των προστατευόμενων (από απόλυση) μελών της διοίκησής των εργατικών Σωματείων και οι συνδικαλιστικές άδειες, δυσχεραίνοντας τη δυνατότητα συνδικαλιστικής δράσης και συλλογικής διεκδίκησης. Καθίσταται υποχρεωτική η δυνατότητα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας στις διαδικασίες των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ιδίως για τη λήψη απόφασης απεργίας και η ενημέρωση του εργοδότη για την απεργία πολύ νωρίτερα από ότι ήδη ισχύει.

Η διάταξη, αυτή, χτυπά τις Γενικές Συνελεύσεις ως ανώτερο όργανο των σωματείων με ζωντανή συμμετοχή των εργαζομένων στην ενημέρωση, στη συζήτηση, στη συνδιαμόρφωση και τη λήψη των αποφάσεων. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τη διάταξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που προϋποθέτει την παρουσία του 50% των οικονομικά ενεργών μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης στη γενική συνέλευση για λήψη απόφασης απεργίας, καταργείται, ουσιαστικά, το δικαίωμα των Σωματείων να αποφασίζουν για απεργιακές κινητοποιήσεις.

Η περαιτέρω ποινικοποίηση της απεργίας και των κινητοποιήσεων με επαναφορά του λοκ-άουτ και ταυτόχρονη «οχύρωση» της απεργοσπασίας: «Οι καταλήψεις χώρων και εισόδων, η άσκηση ψυχολογικής ή σωματικής βίας αν λάβουν χώρα, η απεργία καθίσταται παράνομη. Όσοι μετέχουν σε κατάληψη ή βιαιοπραγούν, τελούν ποινικώς κολάσιμη πράξη». Με αυτόν τον τρόπο, διώκεται ποινικά το δικαίωμα στην περιφρούρηση της απεργίας απέναντι στους απεργοσπάστες και ταυτόχρονα διευκολύνεται ακόμη περισσότερο η καταδίκη μίας απεργίας ως παράνομης, από τα δικαστήρια (ήδη οι περισσότερες απεργίες που προσβάλλονται δικαστικά κρίνονται «παράνομες και καταχρηστικές»).

Το προσωπικό στοιχειώδους λειτουργίας (ασφαλείας), που πρέπει να εργάζεται σε περίπτωση απεργίας στις επιχειρήσεις του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, αλλά και σε αυτές του ιδιωτικού τομέα που γενικά εξυπηρετούν το κοινωνικό σύνολο (!), αυξάνεται σε τουλάχιστον 40%. Με άλλα λόγια, απαγορεύεται, ουσιαστικά, η απεργία σε αυτούς τους εργασιακούς χώρους, αλλά και σε κάθε κλάδο ή επιχείρηση που θα κρίνεται «κρίσιμη» (συμπεριλαμβανομένου και του κλάδου των τηλεπικοινωνιών)! Ακόμη, ορίζεται ως ποινικώς κολάσιμη πράξη ο μη καθορισμός προσωπικού ασφαλείας. Πρέπει να τους σταματήσουμε! Η επίθεση και τα προβλήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε αυτήν την περίοδο μοιάζουν κολοσσιαία, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε την προβληματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το συνδικαλιστικό κίνημα.

Η κυβέρνηση δεν είναι απλά ανίκανη, είναι εγκληματική και εκφράζει το ταξικό της μίσος για τους εργαζόμενους. Με το δόγμα του σοκ περνάει ν/σ που τσακίζουν τους εργαζόμενους (νέος πτωχευτικός κώδικας, εργασιακά και έπονται ασφαλιστικό κ.α.) και εγκαθιδρύει ένα κράτος έκτακτης ανάγκης που βασίζεται στην καταστολή. Οφείλουμε και μπορούμε να τους σταματήσουμε και να τους ανατρέψουμε! Να οργανωθούμε και να ενισχύσουμε το σωματείο διεκδικώντας συλλογικές λύσεις στα συλλογικά και ατομικά μας προβλήματα στους χώρους δουλειάς. Να σπάσουμε την απαγόρευση και να διαδηλώσουμε στις 17 Νοέμβρη, να διατρανώσουμε την αντίθεση μας στο αντεργατικό έκτρωμα και στην πολιτική της λαομίσητης κυβέρνησης!