Η Αρναία αυτή η όμορφη ορεινή αρχόντισσα ξέρει να δείχνει την αγάπης της, αυτό συμβαίνει κάθε χρόνο στις 27/12 στη γιορτή του Αγίου Στεφάνου.

Κλήρος και λαός τιμούν τον Άγιο τους και ξεχύνονται στους δρόμους της για την περιφορά της εικόνας του .

Η φιλαρμονική του Δήμου δίνει το ρυθμό και η κάθε της νότα σου δείχνει κάτι από την ιστορία του τόπου. Δεν είναι δύσκολο αφού όπου και να απευθυνθεί το βλέμμα σου είναι ένα ζωντανό μνημείο της σύγχρονης ιστορίας μας.Αυτή είναι η Αρναία που σήμερα γιορτάζει.

 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Α΄. ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ 2005

Ὁ Να­ός τοῦ Ἁ­γί­ου Πρω­το­μάρ­τυ­ρος καί Πρω­το­δι­α­κό­νου Στε­φά­νου κτί­σθη­κε τό 1812, ὅ­πως πι­στο­ποι­εῖ­ται ἀ­πό μαρ­μά­ρι­νη ἐν­τοι­χι­σμέ­νη πλά­κα, πού βρί­σκε­ται πά­νω ἀ­πό τήν κεν­τρι­κή εἴ­σο­δό του. Τι­μᾶ­ται στή μνή­μη τοῦ Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, δι­ό­τι σύμ­φω­να μέ γρα­πτές πη­γές ἡ πε­ρι­ο­χή τοῦ οἰ­κι­σμοῦ ἦ­ταν με­τό­χι τῆς Μο­νῆς Κων­στα­μο­νί­του τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, τῆς ὁ­ποί­ας ὁ κεν­τρι­κός Να­ός (τό Κα­θο­λι­κό) τι­μᾶ­ται στή μνή­μη τοῦ Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου. Ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κά ἀ­νή­κει στόν ρυθ­μό τῆς τρί­κλι­της βα­σι­λι­κῆς μέ δἰρ­ριχ­τη ξύ­λι­νη στέ­γη καί ἔ­χει δι­α­στά­σεις 50Χ20 μέ­τρα μέ ἐμ­βα­δόν 800 πε­ρί­που τε­τρα­γω­νι­κά μέ­τρα.

Κα­τά τήν ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ 1821 ὁ Να­ός πυρ­πο­λή­θη­κε ἀ­πό τούς Τούρ­κους σχε­δόν ἐ­ξο­λο­κλή­ρου, ὅ­πως καί ὅ­λο τό χω­ρι­ό, καί ξα­να­κτί­σθη­κε τό 1830, ὁ­πό­τε ἐμ­πλου­τί­σθη­κε στα­δι­α­κά μέ με­γά­λο ξυ­λό­γλυ­πτο τέμ­πλο, δω­ρε­ά τῆς Μο­νῆς Κων­στα­μο­νί­του, πού πε­ρι­λάμ­βα­νε 70 μι­κρές καί 14 με­γά­λες εἰ­κό­νες, μέ πε­ρί­τε­χνο δε­σπο­τι­κό θρό­νο, ἀ­πό τούς δύ­ο κα­λύ­τε­ρους ξυ­λό­γλυ­πτους θρό­νους τῆς πε­ρι­ο­χῆς μας, μέ γυ­ναι­κω­νί­τη ξύ­λι­νο καί μέ δι­κτυ­ω­τό κάγ­κε­λο, μέ ξυ­λό­γλυ­πτο ἄμ­βω­να, μέ ξύ­λι­νο καί κε­ρα­μο­σκε­πῆ Νάρ­θη­κα μπρο­στά στήν εἴ­σο­δο καί μαρ­μά­ρι­νο δά­πε­δο, μέ ὀ­ρει­χάλ­κι­νους πο­λυ­ε­λαί­ους καί μέ ξύ­λι­νη ὀ­ρο­φή μέ ὄ­μορ­φα γε­ω­με­τρι­κά σχέ­δι­α καί τήν πα­ρά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ Παν­το­κρά­το­ρα στό κέν­τρο της.

Οἱ κί­ο­νες τῶν δύ­ο κι­ο­νο­στοι­χι­ῶν τοῦ Να­οῦ εἶ­ναι ξύ­λι­νοι μο­νο­κό­μα­τοι ἀ­πό δρύ­ϊ­νο ξύ­λο, τε­τρά­γω­νο, 20Χ20 ἑκ. Δέν κά­η­καν, δι­ό­τι ἦ­ταν ἐ­πεν­δυ­μέ­νοι μέ  ἀ­σβε­στο­κο­νί­α­μα. Ἡ πέ­τρι­νη τοι­χο­ποι­ΐ­α τοῦ Να­οῦ ἀρ­χι­κά ἦ­ταν ἐ­πι­χρι­σμέ­νη καί  ἀρ­γό­τε­ρα (στή 10ετία τοῦ 1960) τό ἐ­πί­χρι­σμα ἀν­τι­κα­τα­στά­θη­κε μέ ρόζ τσι­μεν­το­κο­νί­α­μα, τό ὁ­ποῖ­ο τό 1997  ἀ­πο­κολ­λή­θη­κε καί ἁρ­μο­λο­γή­θη­κε ξα­νά ἡ πέ­τρα.

Στή 10ετία τοῦ 1940 ὁ Νάρ­θη­κας κα­τε­δα­φί­σθη­κε καί  ἀ­να­κα­τα­σκευ­ά­σθη­κε τό 1997 μέ τήν το­πο­θέ­τη­ση λί­θι­νων πλα­κῶν.

Κα­τά τήν τρι­ε­τί­α 1984-1986 μέ πρω­το­βου­λί­α τοῦ νέ­ου τό­τε Μη­τρο­πο­λί­τη Νι­κο­δή­μου καί τήν οἰ­κο­νο­μι­κή ἐ­νί­σχυ­ση τῶν Ἀρ­ναι­ω­τῶν (κυ­ρί­ως) ἔ­γι­ναν ἐρ­γα­σί­ες ἀ­να­καί­νι­σης καί ἐ­ξω­ρα­ϊ­σμοῦ τοῦ Να­οῦ.

Στόν αὔ­λει­ο χῶ­ρο τοῦ Να­οῦ τό 1938 κτί­σθη­κε ξε­νώ­νας καί κη­ρο­ποι­εῖ­ο. Τά κτί­σμα­τα αὐ­τά δέν σώ­ζον­ται. Ἀρ­γό­τε­ρα καί σέ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο κτί­σθη­κε ἡ Αἴ­θου­σα τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Δι­α­κο­νί­ας, ὅ­που στε­γά­ζον­ταν τά Κα­τη­χη­τι­κά Σχο­λεῖ­α, ἡ ὁ­ποί­α (Αἴ­θου­σα) τό 1992 κα­τε­δα­φί­σθη­κε καί στή θέ­ση της κτί­σθη­κε τό πε­ρι­κα­λές Μη­τρο­πο­λι­τι­κό Μέ­γα­ρο μέ τή φρον­τί­δα καί ἐ­πι­μέ­λει­α τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Ποι­με­νάρ­χη μας Νι­κο­δή­μου, ὁ ὁ­ποῖ­ος τό «χά­ρη­κε» γι­ά 20 χρό­νι­α!

Τό Κω­δω­νο­στά­σι­ο τοῦ Να­οῦ ὕ­ψους 24 μέ­τρων, ἐ­ξα­γω­νι­κό καί τρι­ώ­ρο­φο, βρί­σκε­ται σέ ἐ­πα­φή μέ τό πα­λαι­ό Δι­δα­κτή­ρι­ο τοῦ 1871 καί ἄρ­χι­σε νά κτί­ζε­ται τό 1882 μέ συν­δρο­μές κυ­ρί­ως τῶν κα­τοί­κων, οἱ ὁ­ποῖ­ες εἶ­ναι κα­τα­γραμ­μέ­νες σέ εἰ­δι­κό Βι­βλί­ο συν­δρο­μη­τῶν του καί σέ Κα­τά­στι­χο τοῦ Να­οῦ τοῦ ἔ­τους ἐ­κεί­νου. Φέ­τος τό Κω­δω­νο­στά­σι­ο, πού εἶ­ναι τό «σῆ­μα κα­τα­τε­θέν» τῆς Ἀρ­ναί­ας, συμ­πλή­ρω­σε 132 χρό­νι­α ἀ­γέ­ρω­χης πα­ρου­σί­ας. Τό 2004 καί τό 2005 ἔ­γι­ναν στό Κω­δω­νο­στά­σι­ο μέ ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Δή­μου ἐρ­γα­σί­ες ἀ­πο­κα­τά­στα­σης.

Στόν Ἐ­νο­ρι­α­κό, Ἐ­πι­σκο­πι­κό καί Μη­τρο­πο­λι­τι­κό Να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου ἱ­ε­ρούρ­γη­σαν παν­τοι­ο­τρό­πως 12 Ἐ­πί­σκο­ποι Ἱ­ε­ρισ­σοῦ καί Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους (1812-1924), 1 Μη­τρο­πο­λί­της Ἱ­ε­ρισ­σοῦ καί Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους (1924-1940) καί 5 Μη­τρο­πο­λί­τες Ἱ­ε­ρισ­σοῦ, Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους καί Ἀρ­δα­με­ρί­ου (1940-2012). Ἀ­πό τίς 24 Νο­εμ­βρί­ου 2012 στόν Να­ό τοῦ Ἁγ. Στε­φά­νου ἱ­ε­ρουρ­γεῖ ὁ νέ­ος Ποι­με­νάρ­χης μας κ. Θε­ό­κλη­τος.

Ἐ­πί­σης στόν Να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου ἱ­ε­ρούρ­γη­σαν ὡς ἐ­φη­μέ­ρι­οι πά­νω ἀ­πό 40 ἱ­ε­ρεῖς ( ἀ­π’ τούς ὁ­ποί­ους οἱ 30 καί πλέ­ον ἦ­σαν Ἀρ­ναι­ῶ­τες).

Στόν Να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου ὑ­πη­ρέ­τη­σαν ἀ­πό τό 1884 μέ­χρι σή­με­ρα 24 Ἱ­ε­ρο­ψάλ­τες,  ἀ­πό τό 1883 μέ­χρι σή­με­ρα 17 νε­ω­κό­ροι καί  ἀ­πό τό 1835 μέ­χρι τό 1947 153 Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοί Ἐ­πί­τρο­ποι.

Ὁ Να­ός τοῦ Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου φυ­σι­κά δι­α­θέ­τει καί ἀρ­χεῖ­ο Ἐγ­γρά­φων καί Κω­δί­κων (πα­λι­ό καί και­νού­ρι­ο). Ὁ ὀ­μι­λῶν κα­τέ­γρα­ψε τό πα­λι­ό Ἀρ­χεῖ­ο Ἐγ­γρά­φων καί Κω­δί­κων, τό ὁ­ποῖ­ο εὐ­τυ­χῶς σώ­θη­κε ἀ­πό τήν πυρ­κα­ϊ­ά τοῦ 2005. Οἱ πα­λι­οί Κώ­δι­κες τοῦ Να­οῦ, οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τα­γρά­φουν τή Λη­ψο­δο­σί­α του τῶν ἐ­τῶν 1882-1947, εἶ­ναι 6 καί τά πα­λι­ά Ἔγ­γρα­φα, πού  ἀ­να­φέ­ρον­ται κυ­ρί­ως στίς οἰ­κο­νο­μι­κές σχέ­σεις τῆς Κοι­νό­τη­τας καί τῆς Ἐ­φο­ρο­ε­πι­τρο­πῆς Λι­α­ριγ­κό­βης μέ κα­τοί­κους τοῦ χω­ρι­οῦ, μέ τό Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος, μέ δα­σκά­λους τῶν Σχο­λῶν τῆς Λι­α­ρίγ­κο­βης καί μέ ἄλ­λους τῶν ἐ­τῶν 1835-1924, εἶ­ναι 63,  ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α τά 55  ἀ­νή­κουν στήν πε­ρί­ο­δο τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας.

Β΄. Η ΚΑ­ΤΑ­ΣΤΡΟ­ΦΗ

Ἐ­νῶ γί­νον­ταν προ­ε­τοι­μα­σί­ες γι­ά τά ἐγ­καί­νι­α τοῦ  ἀ­πο­κα­τα­στη­μέ­νου Κω­δω­νο­στα­σί­ου συ­νέ­βη τό με­γά­λο κα­κό. Ἡ ἱ­στο­ρι­κή πο­ρεί­α τοῦ Να­οῦ στα­μά­τη­σε αἰφ­νι­δι­α­στι­κά τό  ἀ­πό­γευ­μα τῆς 5ης Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 2005 με­τά ἀ­πό πυρ­κα­ϊ­ά, πού ξέ­σπα­σε στό ἐ­σω­τε­ρι­κό του, τό ὁ­ποῖ­ο κα­τέ­στρε­ψε ὁ­λο­σχε­ρῶς.

 

Ὅ­λα ἔ­γι­ναν στάχ­τη καί κάρ­βου­νο! ῎Ε­γι­ναν πα­ρα­νά­λω­μα τοῦ πυ­ρός, ἔ­γι­ναν ὁ­λο­καύ­τω­μα μέ­σα σέ 20 λε­πτά τῆς ὥ­ρας! Κά­η­καν τά πάν­τα! Καί τά ξύ­λι­να καί τά με­ταλ­λι­κά ἀν­τι­κεί­με­να, πολ­λά ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α ἦ­σαν ἀ­νε­κτί­μη­της ἀ­ξί­ας: Τό τέμ­πλο μέ τίς εἰ­κό­νες του τοῦ 19ου αἰ., ὁ Δε­σπο­τι­κός Θρό­νος, ὁ Ἄμ­βω­νας, τά Προ­σκυ­νη­τά­ρι­α μέ πα­λι­ές εἰ­κό­νες, ὁ Γυ­ναι­κω­νί­της, τά Ἀ­να­λό­γι­α τῶν ψαλ­τῶν, ἡ Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, τό Ἀρ­το­φό­ρι­ο, τά Εὐ­αγ­γέ­λι­α, τά Δι­σκο­πό­τη­ρα καί ἄλ­λα σκεύ­η, τά στα­σί­δι­α καί τά ἄλ­λα κα­θί­σμα­τα, οἱ πο­λυ­έ­λαι­οι, τό παγ­κά­ρι, τά ἐ­κλη­σι­α­στι­κά βι­βλί­α, τά ἄμ­φι­α .­.­.!

Τήν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα τό θέ­α­μα τοῦ Να­οῦ ἦ­ταν φρι­κτό! Θλιμ­μέ­νοι καί  ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τοι οἱ Ἀρ­ναι­ῶ­τες (κυ­ρί­ως) καί ἄλ­λοι κά­τοι­κοι ἤ δι­ερ­χό­με­νοι πα­ρα­τη­ροῦ­σαν βου­βοί τή με­γά­λη, τήν ἀ­πί­στευ­τη, τήν  ἀ­δι­α­νό­η­τη κα­τα­στρο­φή, πού ὑ­πέ­στη ὁ Να­ός. Ἡ κα­τα­στρο­φή τοῦ Να­οῦ εἶ­χε σο­βα­ρές ἐ­πι­πτώ­σεις στήν ἐ­κτέ­λε­ση τῶν λα­τρευ­τι­κῶν κα­θη­κόν­των τῶν πι­στῶν καί κα­τά τίς Κυ­ρι­α­κές καί μι­κρο­γι­ορ­τές,  ἀλ­λά, κυ­ρί­ως, καί κα­τά τίς με­γά­λες γι­ορ­τές τῆς χρι­στι­α­νο­σύ­νης, τά Χρι­στού­γεν­να τοῦ 2005 καί τό Πά­σχα τοῦ 2006,  ἀ­φοῦ στε­ρή­θη­καν τόν ὁ­μα­δι­κό ἐκ­κλη­σι­α­σμό στόν κα­έν­τα Να­ό, ὅ­που γι­ά χρό­νι­α ἐκ­κλη­σι­ά­ζον­ταν, καί δι­α­σκορ­πί­σθη­καν σέ να­ΰ­δρι­α τῆς Ἀρ­ναί­ας. Ἡ γι­ορ­τή τῶν Χρι­στου­γέν­νων καί ἡ πα­νή­γυ­ρη τοῦ ἑ­ορ­τά­ζον­τα καί κα­τε­στραμ­μέ­νου Να­οῦ στή μνή­μη τοῦ Ἁγ. Στε­φά­νου γι­ά πρώ­τη φο­ρά με­τά ἀ­πό 175 χρό­νι­α ἀ­πό τήν ἵ­δρυ­σή του γι­ορ­τά­σθη­καν ἐ­πί­ση­μα στό Μη­τρο­πο­λι­τι­κό Πα­ρεκ­κλή­σι­ο τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Δα­κρυρ­ρο­ού­σης τῆς Ἁ­λώ­σε­ως μέ τή συμ­με­το­χή πλή­θους πι­στῶν. Ἐ­πί­σης πλῆ­θος πι­στῶν συμ­με­τεῖ­χε μέ κα­τά­νυ­ξη καί γι­ά πρώ­τη φο­ρά μέ πολ­λή συγ­κί­νη­ση καί θλί­ψη στίς, λό­γω «ἀ­που­σί­ας» τοῦ Να­οῦ ἀ­πό τά λα­τρευ­τι­κά δρώ­με­να τῶν ἡ­με­ρῶν, Ἀ­κο­λου­θί­ες τῶν Πα­θῶν καί τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου στό Μη­τρο­πο­λι­τι­κό Πα­ρεκ­κλή­σι­ο. Τίς τρεῖς τε­λευ­ταῖ­ες ἡ­μέ­ρες τῆς Μεγ. Ἑ­βδο­μά­δας οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι πι­στοί, πα­ρά τό ψῦ­χος, πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν τίς Ἀ­κο­λου­θί­ες ἀ­πό τόν αὔ­λει­ο χῶ­ρο τοῦ Να­οῦ καί τοῦ Μη­τρο­πο­λι­τι­κοῦ Με­γά­ρου, λό­γω στε­νό­τη­τας τοῦ χώ­ρου τοῦ Πα­ρεκ­κλη­σί­ου. Συγ­κι­νη­τι­κή ἦ­ταν ἡ στιγ­μή, πού με­τά τήν ἐ­πι­στρο­φή τοῦ Ἐ­πι­τα­φί­ου ἀ­πό τήν πε­ρι­φο­ρά του, μέ ἐν­το­λή τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη, τό Κου­βού­κλι­ο μέ τόν Ἐ­πι­τά­φι­ο το­πο­θε­τή­θη­κε ἀ­νυ­ψω­μέ­νο κον­τά στήν κλει­στή εἴ­σο­δο τοῦ κα­έν­τος Να­οῦ γι­ά τήν ἐ­θι­μι­κή δι­έ­λευ­ση τῶν πι­στῶν κά­τω ἀ­πό τόν Ἐ­πι­τά­φι­ο, με­τά τήν ὁ­ποί­α (δι­έ­λευ­ση) τό Κου­βού­κλι­ο μέ τόν Σταυ­ρό (πί­σω ἀ­π’ αὐ­τό) το­πο­θε­τή­θη­κε μπρο­στά στήν εἴ­σο­δο τοῦ Να­οῦ, ὅ­που πα­ρέ­μει­νε γι­ά ἀρ­κε­τόν και­ρό μέ τήν εἰ­κό­να τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως γι­ά προ­σκύ­νη­ση.

 Γ΄. Η «ΕΚ ΤΗΣ ΤΕ­ΦΡΑΣ» Α­ΝΑ­ΓΕΝ­ΝΗ­ΣΗ

Ἀ­πό τίς ἑ­πό­με­νες τῆς κα­τα­στρο­φῆς ἡ­μέ­ρες ἄρ­χι­σαν οἱ ἐρ­γα­σί­ες ἀ­πο­κα­τά­στα­σης τοῦ Να­οῦ μέ τήν ἐ­πί­βλε­ψη τοῦ Πο­λι­τι­κοῦ Μη­χα­νι­κοῦ κ. Θε­όδ. Τσα­μού­ρη καί μέ τή συ­νερ­γα­σί­α τῆς 10ης Ἐ­φο­ρεί­ας Βυ­ζαν­τι­νῶν Ἀρ­χαι­ο­τή­των. Ἡ 10η Ἐ­φο­ρεί­α Βυ­ζαν­τι­νῶν Ἀρ­χαι­ο­τή­των μέ σκο­πό τή δι­ε­ρεύ­νη­ση τῆς κα­τά­στα­σης τῆς θε­με­λί­ω­σης τοῦ Να­οῦ, ἐ­πει­δή ὑ­πῆρ­χε τό ἐνδεχόμενο ἡ λι­θο­δο­μή τῶν τοί­χων καί οἱ κί­ο­νες νά εἶ­χαν ὑ­πο­στεῖ σο­βα­ρές βλά­βες ἀ­πό τίς ὑ­ψη­λές θερ­μο­κρα­σί­ες μέ ἐ­πι­πτώ­σεις στή στα­τι­κό­τη­τα τοῦ Να­οῦ, πραγ­μα­το­ποί­η­σε ἀ­να­σκα­φι­κή ἔ­ρευ­να στό ἐ­σω­τε­ρι­κό του μέ τήν ἐ­πί­βλε­ψη τῆς ἀρ­χαι­ο­λό­γου Ἑ­λέ­νης Στούμ­που-Κατ­σα­μού­ρη κά­νον­τας ὁ­ρι­σμέ­νες το­μές στή θε­με­λί­ω­ση τοῦ βό­ρει­ου καί τοῦ νό­τι­ου τοί­χου καί τῶν  ἀν­τί­στοι­χων κι­ο­νο­στοι­χι­ῶν γι­ά τήν πλή­ρη ἀ­πο­κά­λυ­ψή της καί τόν στα­τι­κό ἔ­λεγ­χό της. Ἡ ἀ­να­σκα­φι­κή ἔ­ρευ­να εἶ­χε ὡς  ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά ἐν­το­πι­σθοῦν θε­με­λι­ώ­σεις πα­λαι­ό­τε­ρων κτι­σμά­των καί νά ἀρ­χί­σουν συ­στη­μα­τι­κές ἀ­να­σκα­φές στό με­­γα­­λύ­τε­ρο τμῆ­μα τοῦ δα­πέ­δου. Κα­τά τή δι­άρ­κει­α τῶν  ἀ­να­σκα­φῶν ἐν­το­πί­σθη­καν συγ­κε­κρι­μέ­να οἱ θε­με­λι­ώ­σεις τρι­ῶν Να­ῶν τοῦ 5ου, τοῦ 10ου μέ τοι­χο­γρα­φί­ες καί τοῦ 17ου αἰ., ὅ­που μί­λη­σε ὁ Ἅγ. Κο­σμᾶς, τά­φοι καί ἄλ­λα ἀν­τι­κεί­με­να (ὅ­πως νο­μί­σμα­τα, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά σκεύ­η, ἐ­φυ­α­λω­μέ­να κε­ρα­μι­κά μέ ἐγ­χά­ρα­κτη δι­α­κό­σμη­ση κ.ἄ). Ἐ­πί­σης βρέ­θη­κε καί μι­ά πρώ­τη φά­ση τοῦ ση­με­­ρι­νοῦ Να­οῦ, πού πῆ­ρε τήν ὁ­ρι­στι­κή του μορ­φή τό 1812.

Με­τά τήν δι­α­βο­λι­κή κα­τα­στρο­φή ἦρ­θε ἡ δι­πλή θε­ϊ­κή «ἀ­πο­ζη­μί­ω­ση». Ὁ Θε­ός μέ τίς πρε­σβεῖ­ες τοῦ πο­λι­ού­χου Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου δέν ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τούς Ἀρ­ναι­ῶ­τες. Ἔ­δω­σε φώ­τι­ση καί δύ­να­μη στούς ἄρ­χον­τες τοῦ τό­που (ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς καί δη­μο­τι­κούς), πρω­τί­στως στόν μα­κα­ρι­στό Μη­τρο­πο­λί­τη μας, στόν Δή­μαρ­χο Ἀρ­ναί­ας Γ. Κατ­σα­μού­ρη καί στούς ἄρ­χον­τες τοῦ Νο­μοῦ καί τῆς Πο­λι­τεί­ας, οἱ ὁ­ποῖ­οι μέ ἀ­γα­στή συ­νερ­γα­σί­α καί μέ τήν ἠ­θι­κή καί ὑ­λι­κή συμ­πα­ρά­στα­ση τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ ἀ­νέ­λα­βαν μέ  ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη ἐ­πι­τυ­χί­α τό ἔρ­γο τῆς ἀ­πο­κα­τά­στα­σης τοῦ πυ­ρο­πα­θοῦς Να­οῦ. Ἔτ­σι με­τά ἀ­πό 16 μῆ­νες, στίς 23 Δε­κεμ­βρί­ου τοῦ ἔ­τους 2006, ἔ­γι­ναν τά Θυ­ρα­νοί­ξι­α τοῦ Να­οῦ καί ἔτ­σι ξα­να­λει­τούρ­γη­σε κα­τά τή με­γά­λη γι­ορ­τή τῶν Χρι­στου­γέν­νων καί κα­τά τήν Ἑ­ορ­τή τοῦ Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου. Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη θε­ϊ­κή «ἀ­πο­ζη­μί­ω­ση» ἡ «ἐκ τῆς τέ­φρας» καί «ἐκ τοῦ μη­δε­νός»  ἀ­να­γέν­νη­ση τοῦ Ἐ­νο­ρι­α­κοῦ καί Μη­τρο­πο­λι­τι­κοῦ Να­οῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, ἡ ὁ­ποί­α μᾶς βο­ή­θη­σε νά συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με κα­λύ­τε­ρα, ὅ­τι «Θε­ός, ὅ­που βού­λε­ται»,  ἀ­πὀ τή μι­ά με­ρι­ά μέν ἐ­πι­τρέ­πει, γι­ά παι­δα­γω­γι­κούς λό­γους, κα­τα­στρε­πτι­κά γι­ά τήν ὕ­λη γε­γο­νό­τα καί  ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ρι­ά ἐ­πι­τρέ­πει καί συ­νερ­γεῖ στήν «ἐκ τῆς τέ­φρας» ἀ­να­γέν­νη­ση σέ λί­γο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα. «Οὐ­δέν κα­κόν ἀ­μι­γές κα­λοῦ» (ἕ­να κα­λό μέ­σα στό κα­κό).

Αὐ­τή ἡ πρώ­τη θε­ϊ­κή «ἀ­πο­ζη­μί­ω­ση» θά μπο­ροῦ­σε νά χα­ρα­κτη­ρι­σθεῖ ὡς φυ­σι­κή συ­νέ­πει­α καί  ἀ­να­με­νό­με­νη. Ὅ­μως ἡ δεύ­τε­ρη θε­ϊ­κή «ἀ­πο­ζη­μί­ω­ση» ἦ­ταν μή ἀ­να­με­νό­με­νη, ἦ­ταν «πέ­ραν πά­σης προσ­δο­κί­ας», ἦ­ταν ἡ ὄν­τως «ἀ­πο­ζη­μί­ω­ση», ἦ­ταν ἀ­νε­πα­νά­λη­πτο καί πρω­το­φα­νές γι­ά τόν τό­πο μας θεῖ­ο δῶ­ρο. Ἡ δεύ­τε­ρη θε­ϊ­κή «ἀ­πο­ζη­μί­ω­ση» ἀ­να­φέρ­θη­κε νω­ρί­τε­ρα καί  ἀ­φο­ρᾶ στήν  ἀ­πο­κά­λυ­ψη τῶν θε­με­λι­ώ­σε­ων τρι­ῶν πα­λαι­ό­τε­ρων Να­ῶν ἀ­πό τόν 5ο αἰ­ώ­να μέ­χρι τόν 17ο αἰ­ώ­να, ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ὁ­ποί­ας (ἀ­πο­κά­λυ­ψης) ἦ­ταν, ὅ­τι ἡ ἀρ­χή τῆς Ἱ­στο­ρί­ας τοῦ τό­που μας με­τα­φέ­ρε­ται πά­νω ἀ­πό 1000 χρό­νι­α πί­σω! Εἶ­ναι, λοι­πόν, ἤ δέν εἶ­ναι θεῖ­ο δῶ­ρο τό γε­γο­νός αὐ­τό;

Τό Σαβ­βα­το­κύ­ρι­α­κο 4 καί 5 Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 2010 πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν τά Ἐγ­καί­νι­α τοῦ ἀ­πο­κα­τα­στη­μέ­νου Να­οῦ μέ τήν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ἀ­θη­νῶν καί Πά­σης Ἑλ­λά­δος Ἱ­ε­ρω­νύ­μου καί ἄλ­λων Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων, τῶν Ἀρ­χῶν καί τοῦ Λα­οῦ καί μέ τήν εὐ­λο­γί­α τῆς πα­ρου­σί­ας τῆς κά­ρας τοῦ Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, πού με­τα­φέρ­θη­κε στήν Ἀρ­ναί­α καί στόν Να­ό ἀ­πό τήν Μο­νή Ξε­νο­φῶν­τος τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους μέ τή συ­νο­δί­α τοῦ Ἡ­γου­μέ­νου τῆς Μο­νῆς Ἀρ­χιμ. Ἀ­λε­ξί­ου. Τό Σάβ­βα­το ψάλ­θη­κε ὁ Ἑ­σπε­ρι­νός τῶν Ἐγ­και­νί­ων καί στή συ­νέ­χει­α στήν αἴ­θου­σα «Μη­τρο­πο­λί­της Σω­κρά­της» τοῦ Δη­μο­τι­κοῦ Κα­τα­στή­μα­τος πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ἐκ­δή­λω­ση, πού ἦ­ταν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη στήν Ἱ­στο­ρί­α καί στήν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τοῦ Να­οῦ καί πε­ρι­λάμ­βα­νε προ­σφώ­νη­ση τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη Νι­κο­δή­μου καί τρεῖς ὁ­μι­λί­ες σχε­τι­κές μέ τόν Να­ό. Τήν Κυ­ρι­α­κή τε­λέ­σθη­καν τά Ἐγ­καί­νι­α τοῦ Να­οῦ μέ προ­ε­ξάρ­χον­τα τόν Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο Ἱ­ε­ρώ­νυ­μο καί στή συ­νέ­χει­α ἡ Θ. Λει­τουρ­γί­α, με­τά τό πέ­ρας τῆς ὁ­ποί­ας ὁ Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος ἀ­πέ­νει­με τι­μη­τι­κές δι­α­κρί­σεις σέ δι­ά­φο­ρα πρό­σω­πα γι­ά τή συμ­βο­λή τους στήν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τοῦ Να­οῦ.

https://inagioustefanouarnaias.com/%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%b9%ce%ba%ce%bf/

Άγιος Στέφανος ο Πρωτομάρτυρας και Αρχιδιάκονος

Βιογραφία

Ο Άγιος Στέφανος ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους μεταξύ των επτά διακόνων, που εξέλεξαν οι πρώτοι χριστιανοί για να επιστατούν στις κοινές τράπεζες των αδελφών, ώστε να μη γίνονται λάθη και τους χειροτόνησαν οι Άγιοι Απόστολοι. Αν και κουραστική η ευθύνη του επιστάτη για τόσους αδερφούς παρ’ όλα αυτά ο Στέφανος έβρισκε καιρό και δύναμη για να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού. Και όπως αναφέρει η Αγία Γραφή: «Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ».(Πραξ. Αποστόλων, στ΄8-15, ζ΄1-60). Δηλαδή ο Στέφανος, που ήταν γεμάτος πίστη και χάρισμα ευγλωττίας δυνατό, έκανε μεταξύ του λαού μεγάλα θαύματα, που προκαλούσαν κατάπληξη και αποδείκνυαν την αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος.

Ο Στέφανος είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου και στη φιλανθρωπική δράση. Για τη προσφορά και τις αρετές του τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Με το χάρισμα αυτό θεράπευε ασθενείς και αποδείκνυε τη δύναμη του Χριστού. Με τη βαθιά θεολογική του κατάρτιση ανέτρεπε εύκολα τις κακοδοξίες των Ιουδαίων για το έργο του Χριστού, προκαλώντας την οργή και το φθόνο τους.

Οι Ιουδαίοι, όμως, καθώς ήταν προκατειλημμένοι, εξαπέλυσαν συκοφάντες ανάμεσα στο λαό, που διέδιδαν ότι άκουσαν το Στέφανο να βλαστημεί το Μωϋσή και το Θεό. Με αφορμή, λοιπόν, αυτές τις συκοφαντίες, που οι ίδιοι είχαν ενσπείρει, άρπαξαν με μίσος το Στέφανο και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχα για να απολογηθεί. Η απολογία του Στεφάνου υπήρξε πρότυπο τόλμης και θάρρους. Χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εξαπέλυσε λόγια – κεραυνούς εναντίον των Ιουδαίων. Και από υπόδικος, ορθώθηκε θυελλώδης ελεγκτής και κατήγορος. Τότε ακράτητοι από το μίσος οι Ιουδαίοι, τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό. Εκεί φάνηκε και η μεγάλη συγχωρητικότητα του Στεφάνου προς τους εχθρούς του με τη φράση του, «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην». Κύριε μη λογαριάσεις σ’ αυτούς την αμαρτία αυτή.

http://www.saint.gr/3153/saint.aspx

Επιμέλια: Σουζάνα Καζάκα

Φωτογραφία: Ζωή Γανίτη