Άρθρο του ομότιμου καθηγητή Δενδροκομίας του Γεωπονικού Πανεπιστήμιου Αθηνών κ. Σταύρου Βέμμου, ιδρυτικού μέλους της Επιστημονικής Εταιρείας Εγκυκλοπαιδιστών Ελαιοκομίας.

Εισαγωγή

Τα περισσότερα καρποφόρα δένδρα καρπίζουν κάθε χρόνο και αυτό λέγεται επετειοφορία. Στην ελιά, αντίθετα, παρουσιάζεται το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας, κατά το οποίο τα δένδρα καρποφορούν τη μια χρονιά και την επόμενη είτε έχουν μια μικρή παραγωγή (μερική παρενιαυτοφορία) ή καθόλου παραγωγή (ολική παρενιαυτοφορία). Το φαινόμενο μπορεί να αφορά ολόκληρο το δένδρο αλλά και μέρη του δένδρου ή και μεμονωμένους βλαστούς. Η παρενιαυτοφορία είναι πιο έντονη σε ξερικούς ελαιώνες όπου μπορεί η ακαρπία να διατηρείται και για δύο ή και τρία ακόμη χρόνια αν οι καιρικές συνθήκες είναι αντίξοες. Η ένταση του φαινομένου διαφέρει από περιοχή σε περιοχή και χρόνο με το χρόνο για την ίδια περιοχή.

Για την καλύτερη κατανόηση του φαινομένου πρέπει να γνωρίζουμε καλά τον τρόπο καρποφορίας της ελιάς. Η ελιά φέρει τους καρπούς στα πλάγια των βλαστών που δημιουργήθηκαν την προηγούμενη χρονιά. Αυτό σημαίνει ότι το δένδρο θα πρέπει κάθε χρόνο να αναπτύσσει βλάστηση ικανή να δώσει άνθη και καρπούς την επόμενη χρονιά. Η βλάστηση αναπτύσσεται από τις αρχές της άνοιξης μέχρι και το επόμενο φθινόπωρο, ή ακόμη και το χειμώνα σε ορισμένες ζεστές περιοχές. Τι γίνεται όμως στους καλλιεργούμενους ελαιώνες; Όταν o αριθμός των καρπών στο δένδρο και ανά βλαστό είναι μεγάλος, τότε η βλάστηση τη χρονιά αυτή είναι πολύ μικρή ή ανύπαρκτη με αδυναμία καρποφορίας την επόμενη χρονιά. Αν ο αριθμός των καρπών είναι μέτριος, τότε η βλάστηση είναι μεγαλύτερη. Στην περίπτωση αυτή η νέα βλάστηση μπορεί να δώσει καρπούς την επόμενη χρονιά, πιθανόν μια μέτρια παραγωγή. Τέλος, στην περίπτωση που οι καρποί είναι λίγοι ανά βλαστό ή απουσιάζουν εντελώς, τότε η βλάστηση είναι μεγάλη με δυνατότητα μεγάλης καρποφορίας την επόμενη χρονιά. Επομένως η κυριότερη αιτία της παρενιαυτοφορίας στην ελιά είναι η ύπαρξη πολλών καρπών στα δένδρα τη μία χρονιά που ανταγωνίζονται με τη νέα βλάστηση. Αποτέλεσμα αυτού είναι η μικρή βλάστηση και η αδυναμία σχηματισμού ανθοφόρων οφθαλμών που είναι αναγκαία προϋπόθεση της ανθοφορίας. Η διαφοροποίηση ξεκινά τον Ιούνιο-Ιούλιο και ολοκληρώνεται την επόμενη άνοιξη. Μπορεί όμως να ξεκινήσει και το φθινόπωρο σε όψιμη φθινοπωρινή βλάστηση. Ο κύκλος παρενιαυτοφορίας είναι ο ακόλουθος: «Υπερβολικό φορτίο (καρποφορία) τη μια χρονιά→μικρή βλάστηση και μειωμένη ανθοφορία την επόμενη→μεγάλη βλάστηση και μεγάλη καρποφορία→μικρή βλάστηση και μειωμένη καρποφορία…» Υπάρχει μάλιστα και η πιθανότητα να συμβεί κάτι τη χρονιά της μεγάλης καρποφορίας (π.χ. αποτυχία στην καρπόδεση, έλλειψη νερού σε ξηρικούς ελαιώνες κ.ά.) και να υπάρξουν δύο ή τρεις συνεχόμενες χρονιές ακαρπίας και μία παραγωγής. Συμπερασματικά, η παραγωγή καρπών στην ελιά στηρίζεται στη βλάστηση της προηγούμενης χρονιάς και επομένως επιδίωξή μας είναι ο σχηματισμός κάθε χρόνο βλάστησης ικανής να διαφοροποιήσει ανθοφόρους οφθαλμούς που θα δώσουν άνθη και καρπούς την επόμενη χρονιά.

Παράγοντες που επηρεάζουν την παρενιαυτοφορία

Εσωτερικοί παράγοντες

Η κύρια αιτία παρενιαυτοφορίας είναι η παρουσία πολλών καρπών που δρούν ανταγωνιστικά με τη βλάστηση, ενώ ταυτόχρονα εμποδίζουν την έναρξη της διαφοροποίησης των ανθοφόρων οφθαλμών. Ο ακριβής μηχανισμός μέσω του οποίου οι καρποί εμποδίζουν τη διαφοροποίηση των οφθαλμών μελετήθηκε εκτεταμένα τις δεκαετίες του ‘80 και ‘90. Τα συμπεράσματα των ερευνών αυτών έδειξαν ότι κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας και καρποφορίας υπάρχει έντονος ανταγωνισμός μεταξύ της νέας βλάστησης και των ανθέων/καρπών που προκαλεί μείωση της βλάστησης και εμποδίζει τη διαφοροποίηση ανθοφόρων οφθαλμών (Α.Ο.), με αποτέλεσμα τη μείωση της επόμενης ανθοφορίας και την έναρξη του κύκλου της παρενιαυτοφορίας. Ο ανταγωνισμός αυτός γίνεται για τους υδατάνθρακες (σάκχαρα και άμυλο) και τα θρεπτικά στοιχεία, κυρίως το άζωτο (Ν) και το κάλιο (Κ), που στο τέλος της χρονιάς καρποφορίας μειώνονται σημαντικά στα φύλλα και πρέπει να αναπληρωθούν για να ξεκινήσει πάλι η διαφοροποίηση οφθαλμών. Γενικά, οι συγκεντρώσεις των στοιχείων αυτών και των υδατανθράκων βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο στα φύλλα και τους βλαστούς των καρποφορούντων δένδρων σε σχέση με αυτών που δεν έχουν καρπούς. Ειδικότερα, βρέθηκε ότι ο πυρήνας των καρπών είναι αυτός που προκαλεί την παρεμποδιστική δράση, αφού το στάδιο της σκλήρυνσης του πυρήνα συμπίπτει με την έναρξη (προτροπή) σχηματισμού Α.Ο. τον Ιούνιο-Ιούλιο. Ο μηχανισμός της δράσης του πυρήνα είναι μάλλον ορμονικός, παράγει ορμόνες (γιββερελλίνες), που δρουν παρεμποδιστικά στη δημιουργία Α.Ο. Επίσης, υπάρχουν ενδείξεις ότι με την επίδραση του πυρήνα παράγονται στα φύλλα φαινολικές ουσίες όπως το χλωρογενικό οξύ, που εμποδίζουν την ανάπτυξη των βλαστών και τη διαφοροποίηση των οφθαλμών. Τα επίπεδα των αμινοξέων και των πρωτεϊνών είναι αυξημένα την άνοιξη-θέρος τη χρονιά της καρποφορίας, αλλά ο ρόλος τους δεν έχει διευκρινιστεί. Πρακτικά, όσο περισσότεροι καρποί/πυρήνες βρίσκονται στο δένδρο ή ακόμη και σε μεμονωμένους βλαστούς τόσο ισχυρότερη θα είναι η παρεμπόδιση της διαφοροποίησης και τόσο πιο έντονο το φαινόμενο της παρενιαυτοφορίας. Πράγματι, πειράματα έδειξαν μια αρνητική συσχέτιση του φορτίου της μιας χρονιάς με τη διαφοροποίηση Α.Ο. και την καρποφορία της επόμενης. Συμπερασματικά, οι εσωτερικοί παράγοντες που προκαλούν παρενιαυτοφορία συνδέονται με την ύπαρξη των σπερμάτων σε συνδυασμό με θρεπτικούς και ορμονικούς παράγοντες.

Περιβαλλοντικοί παράγοντες

Ο ρόλος της θερμοκρασίας

Η θερμοκρασία είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες ρύθμισης της καρποφορίας της ελιάς. Οι σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα είναι απαραίτητες για την καρποφορία της ελιάς, γιατί ευνοούν τον σχηματισμό Α.Ο. και την έξοδο αυτών από τον λήθαργο. Οι ευνοϊκές θερμοκρασίες για τον σχηματισμό Α.Ο. το φθινόπωρο/χειμώνα είναι 10ο-13οC ή και λίγο χαμηλότερες. Η ανώτατη θερμοκρασία για τον σχηματισμό τους είναι 16οC.

Θερμοκρασίες ανώτερες των 16οC εμποδίζουν τον σχηματισμό Α.Ο. και μειώνουν την καρποφορία. Ειδικότερα, οι σχετικά υψηλές ή ήπιες θερμοκρασίες τον χειμώνα μπορεί να μειώσουν τη διαφοροποίηση Α.Ο. και την έξοδο από τον λήθαργό τους, ή ακόμη να αυξήσουν το ποσοστό των μη γόνιμων ανθέων με αποτέλεσμα τη μείωση της ανθοφορίας και καρποφορίας. Επίσης, η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του χειμώνα (π.χ. λόγω κλιματικής αλλαγής) μπορεί να πρωϊμίσει την έξοδο των Α.Ο από τον λήθαργο με κίνδυνο καταστροφής τους από παγετούς στα τέλη χειμώνα – αρχές άνοιξης. Οι οφθαλμοί σε λήθαργο αντέχουν χαμηλές θερμοκρασίες μέχρι -6 ή-7οC, όταν όμως βγούν από τον λήθαργο, καταστρέφονται σε θερμοκρασία -2ο έως -4οC ή και ακόμη υψηλότερες. Επομένως, θερμοκρασίες κάτω των-7οC τον χειμώνα ή κάτω των -2οC στις αρχές άνοιξης μπορεί να ζημιώσουν τους οφθαλμούς και να οδηγήσουν σε μερική ή ολική ακαρπία. Την άνοιξη οι ευνοïκότερες θερμοκρασίες είναι 22ο-25οC, γιατί ευνοούν τη βλάστηση της γύρης και επηρεάζουν θετικά τη γονιμοποίηση και την καρπόδεση. Θερμοκρασίες κάτω από 15 οC ή πάνω από 30/32οC μπορεί να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στην καρπόδεση και μείωση της καρποφορίας. Αντίθετα, οι ανοιξιάτικοι παγετοί σπάνια προκαλούν προβλήματα στην ανθοφορία, λόγω όψιμης ανθοφορίας της ελιάς, και μπορεί να επηρεάσουν μόνο τις ορεινές περιοχές.

Ο ρόλος της υγρασίας

Η έλλειψη εδαφικής υγρασίας τον χειμώνα-αρχές άνοιξης μπορεί να προκαλέσει μείωση της ετήσιας βλάστησης και διαφοροποίηση οφθαλμών, μείωση του αριθμού των ανθοταξιών, των ανθέων/ανθοταξία, των γόνιμων ανθέων, ανθόπτωση και μειωμένη καρποφορία. Η ξηρασία σε συνδυασμό με θερμούς-ξηρούς ανέμους (άνοιξη-καλοκαίρι) μπορεί να προκαλέσουν ανθόπτωση (αφυδάτωση και ξήρανση των ανθέων), καρπόπτωση, μείωση της παραγωγής, που οδηγεί στην παρενιαυτοφορία. Γενικά η έλλειψη νερού στο έδαφος κατά τη διάρκεια του χρόνου μπορεί να προκαλέσει προβλήματα φυλλόπτωσης, ανθόπτωσης, καρπόπτωσης και μείωσης της βλάστησης, με αποτελέσμα την ακαρπία/παρενιαυτοφορία. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που η παρενιαυτοφορία εμφανίζεται έντονα στους ξηρικούς ελαιώνες. Αντίθετα, οι πολλές βροχοπτώσεις και γενικά η υψηλή σχετικά υγρασία, ειδικότερα την άνοιξη, προκαλούν μυκητολογικές ασθένειες (κυκλοκόνιο, γλοιοσπόριο). Οι πολλές βροχοπτώσεις μπορεί να προκαλέσουν έλλειψη θρεπτικών στοιχείων, με αποτέλεσμα την ανθόπτωση ή την πτώση μικρών καρπών. Θα πρέπει να τονιστεί όμως ότι ο συνδυασμός υψηλών θερμοκρασιών και έλλειψης νερού την άνοιξη μπορεί να προκαλέσει τις σοβαρότερες ζημιές στην ανθοφορία/καρπόδεση.

Γενετικοί παράγοντες

Η παρενιαυτοφορία στην ελιά παρατηρείται σε όλες τις ποικιλίες. Κάθε ποικιλία, όμως, έχει διαφορετικό βαθμό εκδήλωσής της. Η Κορωνέϊκη, για παράδειγμα, από τις ελληνικές ποικιλίες εμφανίζει μικρότερο βαθμό. Το θέμα των ποικιλιών θα πρέπει να μελετηθεί περισσότερο και να εστιαστεί και στη βελτίωση των ποικιλιών σε σχέση με την παρενιαυτοφορία.

Άλλοι παράγοντες

Έλλειψη θρεπτικών στοιχείων, και κυρίως του αζώτου και του βορίου την άνοιξη, επηρεάζει αρνητικά την καρπόδεση/καρποφορία. Προσβολές από ασθένειες που προκαλούν φυλλόπτωση (κυκλοκόνιο, γλοιοσπόριο) ή έντομα ειδικά την άνοιξη που προσβάλλουν τις ταξιανθίες (καλόκορις, πυρηνοτρήτης κ.ά.) μπορεί να συμβάλλουν στη μείωση της ανθοφορίας και της καρποφορίας. Πρώιμες προσβολές του δάκου αλλά και άλλων εντόμων που προκαλούν καρπόπτωση (ρυγχίτης, πυρηνοτρήτης) συμβάλλουν επίσης στη μειωμένη καρποφορία/παρενιαυτοφορία.

Έλεγχος της παρενιαυτοφορίας

Με βάση τα παραπάνω, ο παραγωγός θα πρέπει να επιδιώκει την ισορροπία μεταξύ βλάστησης και καρποφορίας ώστε η υπάρχουσα στο δένδρο βλάστηση να έχει τη δυνατότητα θρέψης των ανθέων/καρπών και ταυτόχρονα ανάπτυξης νέας βλάστησης και διαφοροποίησης Α.Ο. Οι τρόποι παρέμβασης είναι:

  1. Αποφυγή υπερβολικού φορτίου τη χρονιά της μεγάλης ανθοφορίας/καρποφορίας. Αυτό επιτυγχάνεται με το κατάλληλο κλάδεμα ή με το αραίωμα των καρπών και την ορθολογική εφαρμογή λίπανσης και ψεκασμών την άνοιξη με εντομοκτόνα και διαφυλλικά λιπάσματα, με σκοπό τη μείωση των καρπών, την ανάπτυξη νέας βλάστησης και τη δυνατότητα διαφοροποίησης Α.Ο. Να εφαρμόζεται η ολοκληρωμένη καταπολέμηση των εχθρών και ασθενειών την άνοιξη/αρχές καλοκαιριού ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική καρπόδεση. Ειδικότερα, τη χρονιά της αυξημένης/υπερβολικής ανθοφορίας να αποφεύγονται οι πολλοί ψεκασμοί με εντομοκτόνα και διαφυλλικά που ευνούν την υπερβολική καρπόδεση.
  2. Αραίωμα καρπών Το αραίωμα έχει δοκιμαστεί και έχει δώσει θετικά αποτελέσματα, γιατί μειώνει τον αριθμό των καρπών/δένδρο, προάγει τη βλάστηση και τη διαφοροποίηση Α.Ο., ενώ αυξάνει το μέγεθος των καρπών και το ποσοστό λαδιού στον καρπό. Οι τρόποι αραιώματος είναι δύο. Ο πρώτος αφορά τα χημικά μέσα. Ψεκασμός με την ορμόνη ναφθαλινοξικό οξύ (ΝΑΑ), 150 ppm (μέρη στο εκατομμύριο) στο στάδιο του μικρού καρπού, 10-20 ημέρες μετά την πλήρη άνθηση (διάμετρος καρπού 3-5 χιλιοστά) είχε θετικά αποτελέσματα. Ο δεύτερος είναι το αραίωμα με τα χέρια. Ο τρόπος αυτός είναι αντιοικονομικός, ειδικά για τις ελαιοποιήσιμες ποικιλίες. Συνιστάται μόνο για τις επιτραπέζιες. Στην Καλιφόρνια και το Ισραήλ χρησιμοποιείται με επιτυχία το ΝΑΑ για το αραίωμα ορισμένων επιτραπέζιων ποικιλιών σε αρδευόμενους ελαιώνες. Στην Ισπανία δοκιμάστηκε με επιτυχία αλλά λόγω του ρίσκου της υπερ-αραίωσης δεν εφαρμόζεται συστηματικά από τους παραγωγούς. Στην Ελλάδα πρέπει να δοκιμαστεί πειραματικά/πιλοτικά σε αρδευόμενες επιτραπέζιες ποικιλίες για την εύρεση της κατάλληλης συγκέντρωσης της ορμόνης και τον χρόνο εφαρμογής πριν τη χρήση τους από τους παραγωγούς.
  3. Διατήρηση του βέλτιστου επιπέδου της θρεπτικής κατάστασης των δένδρων. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο με τη χρήση της φυλλοδιαγνωστικής και της ανάλυσης του εδάφους ώστε να χορηγούνται οι κατάλληλες ποσότητες λιπασμάτων. Επίσης, χρειάζεται προσοχή στις εποχικές ανάγκες των δένδρων, όπως αυτή της καρπόδεσης/ανάπτυξης μικρών καρπών που συμπίπτει με την έναρξη διαφοροποίησης Α.Ο. Να αποφεύγεται η υπερβολική λίπανση αζώτου τη χρονιά της μεγάλης καρποφορίας, γιατί μπορεί να προκαλέσει υπερβολική καρπόδεση που οδηγεί στην παρενιαυτοφορία. Τη χρονιά της μειωμένης ανθοφορίας μπορεί να προκαλέσει ανάπτυξη μεγάλης βλάστησης σε βάρος της καρπόδεσης. Η χορήγηση του Ν να γίνεται σε δύο ή τρεις δόσεις με ένα ποσοστό μετά την καρπόδεση. Οι διαφυλλικοί ψεκασμοί την άνοιξη-αρχές καλοκαιριού, που συνηθίζονται τα τελευταία χρόνια, θα πρέπει να γίνονται μόνο όταν χρειάζονται (περιπτώσεις μικρής περιεκτικότητας θρεπτικών στοιχείων στα φύλλα). Καλύτερα να αποφεύγονται σε χρονιές υπερβολικής ανθοφορίας, γιατί μπορεί να οδηγήσουν σε υπερβολική καρπόδεση. Αντίθετα, συνιστώνται τη χρονιά της μειωμένης ανθοφορίας με λιπάσματα που περιέχουν άζωτο, βόριο και σε ορισμένες περιπτώσεις κάλιο, ψευδάργυρο και μαγνήσιο ανάλογα με τα αποτελέσματα της φυλλοδιαγνωστικής. Οι ψεκασμοί αυτοί μπορεί να αυξήσουν την καρπόδεση και καρποφορία. Οι διαφυλλικοί συνιστώνται περισσότερο στις ξηρικές καλλιέργειες, ιδιαίτερα όταν οι βροχοπτώσεις είναι λιγοστές και η λίπανση από το έδαφος δεν είναι αποτελεσματική.
  4. Άρδευση Το πότισμα των ελαιώνων (όπου υπάρχει διαθέσιμο το νερό) βοηθά σε πολλές περιπτώσεις. Για παράδειγμα, πότισμα τον χειμώνα/αρχές άνοιξης σε χρονιές μειωμένων βροχοπτώσεων βοηθά στην αύξηση της ανθοφορίας/καρποφορίας. Το πότισμα την άνοιξη, όταν χρειάζεται, αυξάνει την καρπόδεση. Η ορθολογική άρδευση (καλοκαίρι-φθινόπωρο) συμβάλλει στην ανάπτυξη των καρπών, της βλάστησης και στην αύξηση της διαφοροποίησης Α.Ο. Η έλλειψη νερού είναι ο σημαντικότερος παράγοντας που περιορίζει την ανάπτυξη και μειώνει την παραγωγή. Η άρδευση μπορεί να αυξήσει την παραγωγή σε καρπό και λάδι μέχρι και 70%. Προσοχή όμως στα συχνά και με υπερβολικές ποσότητες νερού ποτίσματα, γιατί μπορεί να προκαλέσουν έλλειψη αζώτου και πτώση των ανθέων, υπερβολική βλάστηση, να καθυστερήσουν την ωρίμανση και να μειώσουν την ελαιοπεριεκτικότητα των καρπών.
  5. Χρόνος και τρόποι συλλογής Η πρώιμη συλλογή των καρπών αυξάνει το μήκος της φθινοπωρινής βλάστησης, τον αριθμό των ανθοφόρων οφθαλμών και την επόμενη ανθοφορία/καρποφορία. Ο χρόνος συλλογής, όμως, θα προσδιορίζεται ανάλογα με την ποικιλία, την περιεκτικότητα σε λάδι καθώς και την ποιότητά του. Γενικά να αποφεύγεται η καθυστερημένη συλλογή, γιατί μειώνει την επόμενη ανθοφορία. Για τις επιτραπέζιες ποικιλίες να γίνεται ανάλογα με την ποικιλία και τον τύπο των ελιών (πράσινες, μαύρες κ.λπ). Η συλλογή πρέπει να εφαρμόζεται με μέσα που δεν προκαλούν ζημιά στη βλάστηση οπότε αυξάνεται η παραγωγή της επόμενης χρονιάς. Τελευταία η χρήση ορισμένων χειροκίνητων μηχανικών ραβδιστικών στη χώρα μας βοήθησε στη μείωση της παρενιαυτοφορίας διότι μείωσε αισθητά το σπάσιμο της ετήσιας βλάστησης και γι’ αυτό συνιστάται η χρήση τους. Όσο λιγότεροι βλαστοί σπάζουν με το μηχάνημα τόσο αυξάνεται η επόμενη καρποφορία, γι’ αυτό να αποφεύγεται η χρήση ράβδων. Η συλλογή με δονητές κορμού ή βραχιόνων μειώνουν ακόμη περισσότερο το σπάσιμο των βλαστών.
  6. Το Κλάδεμα Η ελιά αντιδρά θετικά στο κλάδεμα αν γίνει σωστά και ανάλογα με τις ειδικές απαιτήσεις του ελαιώνα. Είναι η τεχνική που ρυθμίζει τη βλάστηση, την καρποφορία, το βαθμό παρενιαυτοφορίας και την παραγωγική ζωή των δένδρων. Ειδικότερα, με το κλάδεμα επιτυγχάνεται ο καλύτερος φωτισμός της κόμης των δένδρων, η προώθηση της παραγωγής νέας βλάστησης και η διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ βλάστησης και καρποφορίας. Παράλληλα αυξάνει το μέγεθος των καρπών και την ελαιοπεριεκτικότητα. Το αραίωμα της βλάστησης αυξάνει τη φωτοσυνθετική ικανότητα, μειώνει τις προσβολές από έντομα και ασθένειες, διευκολύνει τη συλλογή των καρπών και τις εργασίες φυτοπροστασίας. Ταυτόχρονα ευνοεί και τη διαφοροποίηση ανθοφόρων οφθαλμών. Το κλάδεμα πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο ανάλογα με την αναμενόμενη καρποφορία και να αποφεύγονται τα πολύ αυστηρά κλαδέματα που μειώνουν την καρποφόρα βλάστηση και την παραγωγή των δένδρων. Ειδικότερα, τη χρονιά της αναμενόμενης μεγάλης παραγωγής, να αποφεύγεται το αυστηρό κλάδεμα, γιατί μειώνει τους βλαστούς που θα δώσουν καρποφορία και προκαλεί μεγάλο ποσοστό νέας και ζωηρής μη καρποφόρου βλάστησης. Εφαρμόζουμε ελαφρό έως μέτριο κλάδεμα τέλη χειμώνα-αρχές άνοιξης που μπορεί να συμπληρωθεί με αφαίρεση μικρών πυκνών βλαστών και λαιμάργων στις αρχές καλοκαιριού. Τη χρονιά της αναμενόμενης μειωμένης παραγωγής, στόχος είναι η καλύτερη έκθεση στο φώς του δένδρου και η ανάπτυξη νέας βλάστησης που θα καρποφορήσει την επόμενη χρονιά. Ανάλογα με τη θρεπτική κατάσταση του δένδρου εφαρμόζεται μέτριο κλάδεμα, αφαιρώντας ξερούς και εξασθενημένους μη παραγωγικούς βλαστούς. Επίσης, αραιώνεται η πυκνή βλάστηση ανοίγοντας το εσωτερικό του δένδρου.

Άλλοι τρόποι Συνιστάται η κοπή των ζιζανίων σε συνδυασμό με τον θρυμματισμό των κλαδεμάτων με τον καταστροφέα και η ενσωμάτωση ή εναπόθεσή τους στο έδαφος γιατί συμβάλλουν: Στη συμπληρωματική λίπανση του ελαιώνα σε οργανική ουσία και θρεπτικά στοιχεία, στη βελτίωση των φυσικοχημικών ιδιοτήτων του εδάφους, στη συγκράτηση της εδαφικής υγρασίας. Δοκιμάστηκαν επίσης παράγοντες μείωσης της ζωηρότητας της βλάστησης με επιβραδυντές ή παρεμποδιστές της αύξησης όπως το πακλομπουτραζόλ. Ψεκασμοί στα τέλη χειμώνα, τη χρονιά της μειωμένης παραγωγής, μείωσαν τη βλάστηση και αύξησαν την καρπόδεση. Χρειάζονται όμως ακόμη μελέτες για την ευρεία και οικονομική χρήση των ουσιών αυτών στην πράξη. Η εφαρμογή δακτυλίωσης τον χειμώνα στους κύριους βραχίονες τη χρονιά της αναμενόμενης μειωμένης ανθοφορίας μπορεί να αυξήσει την καρπόδεση και την παραγωγή. Η μέθοδος όμως είναι δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη.

Πηγή: olivenews.gr